υπερμέτρωψ

υπερμέτρωψ
ο, η, αρσ. και υπερμέτρωπας Ν
αυτός που πάσχει από υπερμετρωπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypermetrope < υπέρμετρος + -ωπας (< θ. οπ- τού ὄπωπα*, πρβλ. μύ-ωπας). Η λ., στη γρφ. ὑπερμέτροπες, μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εστία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”